χαλκιδικός

χαλκιδικός
χαλκιδικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χαλκιδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικός — ή, ό / χαλκιδικός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, ίδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν (στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την …   Dictionary of Greek

  • χαλκιδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαλκίδα ή στους κατοίκους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικά — Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual Χαλκιδικά̱ , Χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικά — χαλκιδικός of neut nom/voc/acc pl χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc/acc dual χαλκιδικά̱ , χαλκιδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικῶν — Χαλκιδικός of fem gen pl Χαλκιδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικῶν — χαλκιδικός of fem gen pl χαλκιδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικόν — Χαλκιδικός of masc acc sg Χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκιδικόν — χαλκιδικός of masc acc sg χαλκιδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκιδικαῖς — Χαλκιδικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”